- καβάδιο
- Είδος βυζαντινού στρατιωτικού επενδύτη ή χιτώνα, που παρέλαβαν οι Βυζαντινοί από τους Πέρσες, οι οποίοι με τη σειρά τους το είχαν υιοθετήσει από τους Ασσυρίους. Κ. ονομαζόταν, επίσης, ο μάλλινος ή βαμβακερός θώρακας που φορούσαν ορισμένες φορές οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες ή οι οπλίτες που δεν είχαν να χρησιμοποιήσουν άλλο θώρακα.
Dictionary of Greek. 2013.